άκολος

άκολος
(I)
ἄκολος, η (Α)
πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία τού σχηματισμού της
επίσης αβέβαιη είναι και η σχέση τής λ. με το ουσ. ἄκυλος*. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. αποτελεί δάνειο, πρβλ. «βεκκος ακκαλος τι» σε φρυγική επιγραφή].
————————
(II)
-η, -ο [κόλος]
απύθμενος, αυτός που δεν έχει πάτο, ο πάρα πολύ βαθύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄκολος — bit fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλοισιν — ἄκολος bit fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλου — ἄκολος bit fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλους — ἄκολος bit fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλων — ἄκολος bit fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλως — ἄκολος bit fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλῳ — ἄκολος bit fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκολοι — ἄκολος bit fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκολον — ἄκολος bit fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ak̂-1, ak̂ō- (*hek-) —     ak̂ 1, ak̂ō (*hek )     English meaning: “to eat”     Deutsche Übersetzung: “essen”     Note: From Root ak ̂ , ok ̂ (*hekʷ ): ‘sharp; stone” derived Root ak ̂ 1, akō̂ (*hek ): “to eat”     Material: O.Ind. asnüti (inserted Inf. asi tum etc.) …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”