- άκολος
- (I)ἄκολος, η (Α)πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία τού σχηματισμού τηςεπίσης αβέβαιη είναι και η σχέση τής λ. με το ουσ. ἄκυλος*. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. αποτελεί δάνειο, πρβλ. «βεκκος ακκαλος τι» σε φρυγική επιγραφή].————————(II)-η, -ο [κόλος]απύθμενος, αυτός που δεν έχει πάτο, ο πάρα πολύ βαθύς.
Dictionary of Greek. 2013.